- εκριζωτής
- ο1) корчеватель; 2) машина для прополки; 3) перен. искоренитель
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐκριζωτής — rooter out masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκριζωτής — ο (AM ἐκριζωτής) αυτός που ξεριζώνει ή καταστρέφει κάτι νεοελλ. όργανο για την εκρίζωση … Dictionary of Greek
ἐκριζωταί — ἐκριζωτής rooter out masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)